- αρρώστια
- 1) affection2) maladie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀρρωστία — ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc/acc dual ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρώστια — η (AM ἀρρωστία) 1. η κακή κατάσταση της υγείας, η ασθένεια 2. η παρατεταμένη αδιαθεσία 3. η ηθική αδυναμία, η πτώση του φρονήματος ή το ελάττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. αρρώστια < αρχ. αρρωστία (< άρρωστος) ή υποχωρητικά, από το ρ. αρρωστώ] … Dictionary of Greek
ἀρρωστίᾳ — ἀρρωστίαι , ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρώστια — η ασθένεια, νόσος: Φυλάγεται, γιατί φοβάται πολύ τις αρρώστιες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρωστίας — ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem acc pl ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαι — ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαν — ἀρρωστίᾱν , ἀρρωστία weakness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδημική — Αρρώστια ή διαταραχή, η οποία υπάρχει συνεχώς σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό ή περιοχή … Dictionary of Greek
ἀρρωστιῶν — ἀρρωστία weakness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαις — ἀρρωστία weakness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίη — ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)